εντέλλομαι

εντέλλομαι
(αόρ. ενετάλην и ενετάλθην) 1. μετ.
1) повелевать, приказывать, предписывать, давать распоряжение; 2) поручать, уполномочивать; возлагать (обязанности); 2. αμετ. получить приказ, распоряжение, поручение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εντέλλομαι" в других словарях:

  • εντέλλομαι — (AM ἐντέλλομαι και ἐντέλλω) δίνω εντολή, αναθέτω σε κάποιον να εκτελέσει κάτι («τοῑσι δέ... ἐνετέλλετο ὁ Κροῑσος ἐπειρωτᾱν τὰ χρηστήρια» τούς έδωσε εντολή ο Κροίσος να ρωτήσουν το μαντείο, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. φρ. «εντελλόμενα έξοδα» έξοδα υπηρεσίας …   Dictionary of Greek

  • εντέλλομαι — άλθηκα, εντεταλμένος, δίνω εντολή σε κάποιον, του αναθέτω κάτι, διατάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντέλλομαι — ἐντέλλω enjoin pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • заповедаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. ἐντέλλομαι) распоряжаюсь, увещеваю, убеждаю,… …   Словарь церковнославянского языка

  • διαγγέλλω — (AM διαγγέλλω) [διάγγελος] 1. κοινοποιώ επίσημα με διαγγελέα 2. διαβιβάζω διαταγή, γνωστοποίηση με αγγελιαφόρο αρχ. 1. εντέλλομαι, διατάζω 2. διαδίδω 3. μέσ. πληροφορούμε ο ένας τον άλλο …   Dictionary of Greek

  • διαλαμβάνω — (AM διαλαμβάνω) 1. περιλαμβάνω σε κείμενο, αναφέρω, πραγματεύομαι 2. ορίζω, καθορίζω, εντέλλομαι αρχ. 1. παίρνω κατά σειρά το μερίδιο μου 2. (για τόπο) περνώ διαδοχικά, διέρχομαι κατά σειρά 3. κρατώ κατά μέρος, συλλαμβάνω 4. (για πάλη) πιάνω από… …   Dictionary of Greek

  • εντέλλω — βλ. εντέλλομαι …   Dictionary of Greek

  • εντεταλμένος — η, ο βλ. εντέλλομαι …   Dictionary of Greek

  • κατεντέλλομαι — (Α) επιτ. τ. τού εντέλλομαι …   Dictionary of Greek

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

  • μετεντέλλομαι — (Μ) μεταβιβάζω εντολή ή παραγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐντέλλομαι «δίνω εντολή»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»